αφιλόκερδος

αφιλόκερδος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που δεν αγαπά το κέρδος, ο ανιδιοτελής: Είναι καλός γιατρός και αφιλόκερδος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αφιλοκερδής — ές και αφιλόκερδος, η, ο αυτός που δεν αποβλέπει μόνο στο συμφέρον, ανιδιοτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φιλοκερδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου] …   Dictionary of Greek

  • αφιλοχρήματος — η, ο αυτός που δεν αγαπά τα χρήματα, ο αφιλόκερδος: Όλοι παραδέχονταν πως ήταν άνθρωπος αφιλοχρήματος. Ουσ. αφιλοχρηματία, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”